- χορομανία
- η страсть к танцам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χορομανία — η, Ν 1. μανιώδης αγάπη για τον χορό 2. ιατρ. χορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Π. Σ. Συνοδινό] … Dictionary of Greek
χοροιμανία — ἡ, Α [χοροιμανής] (επικ. τ.) η χορομανία … Dictionary of Greek